απροφύλαχτος — κ. απροφύλακτος, η, ο (AM ἀπροφύλακτος, ον) 1. ενεργ. αυτός που δεν παίρνει προφυλάξεις 2. παθ. αυτός που δεν προφυλάγεται 3. αφύλαχτος, αφρούρητος αρχ. απρόβλεπτος, απρόοπτος … Dictionary of Greek
αδιαφύλακτος — η, ο [διαφυλάσσω] 1. αυτός που δεν διαφυλάχτηκε ή δεν μπορεί να διαφυλαχτεί 2. ο ανεπιτήρητος, απροφύλαχτος … Dictionary of Greek
αφύλαχτος — η, ο (AM ἀφύλακτος, ον) [φυλάσσω] αυτός που δεν φυλάγεται ή δεν φρουρείται, απροφύλαχτος αρχ. 1. (για φρουρούς) αυτός που είναι εκτός φρουράς 2. το ουδ. ως ουσ. έλλειψη προφύλαξης 3. (για πράγματα) αυτό εναντίον του οποίου δεν λαμβάνονται ή δεν… … Dictionary of Greek
ακάλυπτος — η, ο 1. ασκέπαστος: Ο λάκκος δεν έπρεπε να μείνει ακάλυπτος. 2. απροφύλαχτος, απροστάτευτος: Ο λόχος μας στην προσπάθειά του αυτή είχε μείνει ακάλυπτος. 3. (για οφειλέτη), αυτός του οποίου δεν πληρώθηκαν τα χρέη ή για τον οποίο δε δόθηκε εγγύηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφύλαχτος — αφύλαχτος, η, ο και αφύλαγος, η, ο επίρρ. α απροφύλαχτος, αφρούρητος, απρονόητος: Οι αρχαιότητες δεν πρέπει να μένουν αφύλαχτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)